- καταντροπιάζω
- καταντρόπιασα, καταντροπιάστηκα, καταντροπιασμένος, ντροπιάζω κάποιον σε μεγάλο βαθμό: Τον καταντρόπιασε ο προϊστάμενός του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταντροπιάζω — (Μ καταντροπιάζω) ντροπιάζω κάποιον υπερβολικά, προκαλώ μεγάλη ντροπή σε κάποιον … Dictionary of Greek
καταισχύνω — (AM καταισχύνω) 1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τόν καταντροπιάζω, τόν ρεζιλεύω μσν. αρχ. μέσ. καταισχύνομαι αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι αρχ. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
καταλερώνω — [κατάλερος] 1. λερώνω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, καταβρομίζω 2. μτφ. καταισχύνω, κατασπιλώνω, καταντροπιάζω … Dictionary of Greek
κατασπιλώνω — (Α κατασπιλῶ, όω) [κατάσπιλος] 1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω 2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον … Dictionary of Greek
μυριοεντροπιάζω — (Μ) καταντροπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἐντροπιάζω] … Dictionary of Greek
ονειδίζω — (ΑΜ ὀνειδίζω) [όνειδος] 1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω 2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῑς ἀδικοῡσιν», Λυσ.) 3. περιπαίζω, χλευάζω 4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω … Dictionary of Greek
προσδυσωπώ — έω, Μ καταντροπιάζω κάποιον επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δυσωπῶ «φοβίζω, σέβομαι, ντρέπομαι»] … Dictionary of Greek
προσκαταισχύνω — Α καταντροπιάζω επί πλέον («οὖσαν τὴν ὑπουργίαν ταύτην ἀγενῆ προσκατῄσχυνεν ὁ τάφος συντελεσθείς», Πλουτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταισχύνω «ντροπιάζω»] … Dictionary of Greek
ρεζιλεύω — Ν [ρεζίλι] 1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τόν καταντροπιάζω 2. διαπομπεύω … Dictionary of Greek
ρεζιλεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, γελοιοποιώ, καταντροπιάζω: Τον ρεζίλεψε σ όλη τη γειτονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)